- ολυμπικός
- ὀλυμπικός και ιων. τ. οὐλυμπικός, -ή, -όν (Α)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όλυμπο («δέει φυλάσσεσθαι τὴν ἐσβολήν τὴν Οὐλυμπικήν», Ηρόδ.)2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Ολύμπια, στους Ολυμπιακούς Αγώνες, ο Ολυμπιακός3. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ολυμπικόςα) τίτλος λόγου τού Γοργίουβ) ονομασία μήνα στην Ήλιδα.επίρρ...ὀλυμπικώς (Α)όπως στην Ολυμπία.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ὄλυμπος / Ὀλυμπία].
Dictionary of Greek. 2013.